- νυκτερίς
- νυκτερίς, ίδος (νύξ): bat, Od. 12.433 and Od. 24.6.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
νυκτερίς — bat fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτερίς — η ζωολ. γένος χειρόπτερων, νυχτερίδων τής οικογένειας nycteridae … Dictionary of Greek
νυκτερίδα — νυκτερίς bat fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτερίδας — νυκτερίς bat fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτερίδες — νυκτερίς bat fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτερίδι — νυκτερίς bat fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτερίδος — νυκτερίς bat fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτερίδων — νυκτερίς bat fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτερίσι — νυκτερίς bat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτερίσιν — νυκτερίς bat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυχτερίδα — Κοινή ονομασία ιπτάμενων θηλαστικών της τάξης των χειροπτέρων. Ιδιαίτερα ονομάζουν ν. κάθε είδος που υπάγεται στην οικογένεια των Βεσπερτιλιονιδών, της μεγάλης τάξης των μικροχειροπτέρων· η οικογένεια αυτή, που χαρακτηρίζεται από την ομοιογένειά… … Dictionary of Greek